- ηλάριον
- ἡλάριον, τὸ (AM)(υποκορ. τού ήλος) μικρό καρφί, καρφάκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ήλ- (τού ήλος) + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. βιβλι-άριον, ιππ-άριον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἡλάριον — small nail neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλαρίων — ἡλάριον small nail neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήλος — (I) (AM ἧλος Α και δωρ. τ. άλος) 1. μακρόστενο κυλινδρικό κομμάτι συνήθως από σκληρό μέταλλο, τού οποίου η μια άκρη καταλήγει σε αιχμή ενώ η άλλη είναι διαμορφωμένη σε σχήμα ημισφαιρικής ή κολουροκωνικής κεφαλής, ώστε να χρησιμοποιείται για τη… … Dictionary of Greek